- ημέρευση, η
- ημέρευση, η και (η)μέρεμα, το -ατος1. τιθάσευση, εξημέρωση.2. εξευγενισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek
ημέρευμα — και μέρεμα, τὸ [ημερεύω (ΙΙ)] η ημέρευση … Dictionary of Greek
(η)μέρωμα — το, ατος ημέρευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)